αμπελοφύλακας

αμπελοφύλακας
ο
ο φύλακας αμπελιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμπελοφύλακας — ο (Α ἀμπελοφύλαξ) φύλακας αμπελώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • αμπελάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 147 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων. * * * ο [αμπέλι] 1. ιδιοκτήτης πολλών αμπελώνων, αμπελοκτήμονας 2. γεωργός που ασχολείται ειδικά …   Dictionary of Greek

  • δραγάτης — ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης) αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. δραγατεύω] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • δραγάτης — ο αγροφύλακας, αμπελοφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”